- ευδιάπνους
- εὐδιάπνους, -ουν και εὐδιάπνοος, -οον (Α)αυτός που εξατμίζεται εύκολα («εὐδιάπνουν γίνεται τὸ ὑγρόν», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διάπνους (< διαπνέω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευδιάπνευστος — εὐδιάπνευστος, ον (Α) 1. ο ευδιάπνους* 2. αυτός που ιδρώνει εύκολα («τὸ δέρμα εὐδιάπνευστον ἐργάζεται»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαπνευστός (< διαπνέω)] … Dictionary of Greek